τιάρα

τιάρα
τῐάρᾱ [ᾱρ], , and [full] τῐάρας, ου, [dialect] Ion. [full] τῐήρης, εω, ὁ (as in Hdt.8.120):—
A tiara, the Persian head-dress, esp. on solemn occasions, Hdt.1.132, 3.12 (v. πῖλος), 7.61, 8.120; worn by the great king, A. Pers.661 (lyr.); whose tiara was upright, X.An.2.5.23, Cyr.8.3.13, Phylarch.22J., Luc.Pisc.35.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιάρα — τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara fem nom/voc/acc dual τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara masc nom/voc/acc dual τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara masc voc sg (attic) τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιάρᾳ — τιά̱ρᾱͅ , τιάρα tiara fem dat sg (attic doric aeolic) τιά̱ρᾱͅ , τιάρα tiara masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιάρα — η, ΝΜΑ, και τίαρις και τιάρας, ου, και ιων. τ. τιήρης, εω, ὁ, Α 1. (στην αρχαία Ανατολή και στο Βυζάντιο) επίσημο υψηλό και συμπαγές κάλυμμα τής κεφαλής, σύμβολο θεών και τής βασιλικής εξουσίας 2. κάλυμμα τής κεφαλής τών Περσών στρατιωτών νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • τιάρα — η 1. κάλυμμα κεφαλιού των αρχαίων Περσών. 2. η μίτρα που φορούν οι πάπες της Ρώμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιᾶραι — τιάρα tiara fem nom/voc pl τιάρα tiara masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιήρην — τιάρα tiara masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιήρης — τιάρα tiara masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιήρῃ — τιάρα tiara masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιάρας — τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara fem acc pl τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara fem gen sg (attic doric aeolic) τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara masc acc pl τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • тиара — др. русск. цслав. тиара τιάρα (уже в Изборн. Святосл. 1073 г.). Из греч. τιάρα, отчасти через лат. tiāra; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 201 и сл …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • τιαραφόρος — και τιαρηφόρος και τιαροφόρος, ον, ΜΑ αυτός που φορεί τιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + φόρος* (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”